- ἀκάνθῃ
- ἄκανθαthornfem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀκάνθηι — ἀκάνθῃ , ἄκανθα thorn fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Spitzkopfkugelfische — Sattel Spitzkopfkugelfisch (Canthigaster valentini) Systematik Acanthomorpha … Deutsch Wikipedia
ВАЛЯЛЬЩИК — • Fullo, также lavator или lotor, κναφεύς или γναφεύς, который занимался выделкой нового платья и стиркой и лощением ношеного, vestimenta lavare, polire, expolire, interpolire и т. д. Цветное платье мочили и в сыром виде с примесью… … Реальный словарь классических древностей
γριά — η (AM γραῑα, Α και γραῡς και γρηΰς) ηλικιωμένη γυναίκα νεοελλ. 1. θωπευτική ονομασία για τη μητέρα, τη σύζυγο ή την πεθερά 2. τηγανίτα 3. παροιμ. α) «η γριά το μισοχείμωνο ξυλάγγουρο γυρεύει» έχει κάποιος άκαιρες και παράλογες αξιώσεις β) «έμαθ η … Dictionary of Greek